μοναχούλης

μοναχούλης
-α, -ικο, ουδ. και -ι (Μ μοναχούλης, -α, -ικο) [μοναχός]
(θωπευτικά) μόνος, ολομόναχος («μοναχούλης τό μετέφερε για να μη μάς ενοχλήσει»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”